καθέκτης

καθέκτης
ο (Μ καθέκτης)
1. καταπακτή, οριζόντια πόρτα πάνω σε δάπεδο, η οποία εμποδίζει την κάθοδο σε υπόγειο, γκλαβανή
2. ναυτ. χαμηλό υπόστεγο που βρίσκεται πάνω από κάθε σκάλα καθόδου από το κατάστρωμα πλοίου προς το κύτος του, για να προστατεύει από τη βροχή ή τα κύματα όσους ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν, κν. κουβούσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ-έχω με τη σημασία «συγκρατώ, εμποδίζω» (πρβλ. ευ-έκτης, καχ-έκτης). Με τη σημασία 2 η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. les panneaux d' ecoutille) και μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καθεκτῆς — καθεκτός to be held back fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθεκτῶν — καθέκτης trap door masc gen pl καθεκτός to be held back fem gen pl καθεκτός to be held back masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθέκτην — καθέκτης trap door masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθεκτικός — καθεκτικός, ή, όν (Α) [καθέκτης] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή τη δυνατότητα να κατέχει, να κρατεί, να συγκρατεί κάτι, συνεκτικός («ἡ μνήμη ἕξις καθεκτικὴ ὑπολήψεως», Αριστοτ.). επίρρ... καθεκτικῶς (Α) με καθεκτικό τρόπο (φρ. «καθεκτικῶς ἔχω»… …   Dictionary of Greek

  • κουβούσι — το 1. τετράγωνο άνοιγμα, καταρρακτή θύρα στο κατάστρωμα πλοίου, με την οποία γίνεται η συγκοινωνία και ο αερισμός τού πλοίου, καθέκτης 2. συνεκδ. θολωτό στέγασμα τής καθόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kovuş] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”